ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ - ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΕ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΡΙΕΡΑ


Ορισμένοι άνθρωποι έρχονται στον κόσμο προκειμένου να πραγματοποιήσουν κάποιους στόχους. Άλλοι πάλι έρχονται για να εμποδίσουν κάποιους άλλους να καταφέρουν αυτά που επιθυμούν. Είναι και αυτοί που έχουν γεννηθεί για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Χωρίς καμία αμφιβολία, αυτή η κυρία έχει έρθει στον κόσμο για να τραγουδά, αλλά και να κάνει περήφανη τη χώρα μας σε διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για την πιο δημοφιλή και διεθνούς φήμης Ελληνίδα αοιδό, που οι πωλήσεις της ξεπερνούν τα 300 εκατομμύρια δίσκους. Δεν είναι άλλη από την πάντα απλή, χαμογελαστή και μουσικά απαραίτητη, Νάνα Μούσχουρη.

Θεωρείται η πιο εμπορική τραγουδίστρια όλων των εποχών σε παγκόσμιο επίπεδο και η μόνη που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις τους Beatles και τον Έλβις Πρίσλεϊ. Η χαρακτηριστική χροιά της φωνής της, η ικανότητά της να τραγουδά με άριστο τρόπο σε πολλές γλώσσες και η ποικιλία και ο πλουραλισμός του ρεπερτορίου της, τη βοήθησε να χτίσει την αξιοζήλευτη διεθνή καριέρα της.

Γεννημένη στα Χανιά της Κρήτης στις 13 Οκτωβρίου του 1934, η Ιωάννα (ή Νάνα) Μούσχουρη, σε ηλικία τριών ετών μετοικίζει μαζί με την οικογένειά της στην Αθήνα. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και οι γονείς της δούλευαν πολύ σκληρά για να μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια τα δύο μικρά κορίτσια της οικογένειας, την Τζένη (Ευγενία) και τη Νάνα. Ο πατέρας της Κωνσταντίνος δούλευε ως μηχανικός προβολής σε έναν τοπικό κινηματογράφο και η μητέρα της Αλίκη ως ταξιθέτρια.

Από τα 12 της χρόνια άρχισε να παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Από το ραδιόφωνο συνήθιζε να ακούει Αμερικανούς τραγουδιστές της τζαζ (Φρανκ Σινάτρα, Έλλα Φιτζέραλντ και Μπίλι Χολιντέι), αλλά και Γάλλους (Εντίθ Πιάφ). Το 1950 γίνεται δεκτή στο Ωδείο Αθηνών, όπου σπουδάζει κλασσική μουσική και λυρικό τραγούδι. Όμως, επτά χρόνια αργότερα αποβάλλεται από το Ωδείο, όταν οι καθηγητές της ανακάλυψαν ότι τραγουδούσε τζαζ σε ένα νυχτερινό club της Αθήνας.


Το 1958 ήταν σημαδιακό για την Νάνα Μούσχουρη.  Γνωρίζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος έγινε ο μέντοράς της στη μουσική, ανοίγοντάς της το δρόμο για μια ονειρεμένη καριέρα που κανείς δε μπορούσα να φανταστεί τις διαστάσεις που θα έπαιρνε. Την επόμενη χρονιά εμφανίζεται στο Α’ Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού και επικρατεί με δύο τραγούδια, το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» του Μάνου Χατζιδάκι και το «Ξέρω κάποιο αστέρι» του Μίμη Πλέσσα, τα οποία κερδίζουν το πρώτο και το δεύτερο βραβείο αντίστοιχα. Το 1960 κερδίζει και πάλι το πρώτο βραβείο με δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, που ισοψήφησαν («Κυπαρισσάκι», «Τιμωρία»). Την περίοδο εκείνη ερμηνεύει και άλλα τραγούδια του σπουδαίου συνθέτη, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές («Υμηττός», «Χάρτινο το Φεγγαράκι»).

Η Νάνα Μούσχουρη περνά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ‘70 «στο δρόμο», μιας και έδινε συναυλίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, αυξάνοντας τη δημοτικότητά της. Στη Γαλλία, κυκλοφόρησε μία σειρά από επιτυχημένα άλμπουμ και ηχογράφησε την διασκευή της άριας «Habanera» από την όπερα του Μπιζέ «Κάρμεν», ντουέτο με τον Σερζ Λαμά. Στις γερμανόφωνες χώρες σημείωσε μεγάλη επιτυχία το άλμπουμ «Sieben Schwarze Rosen» (1975), όπως και στις αγγλόφωνες χώρες το «Book of Songs». Η δημοτικότητά της στις αγγλόφωνες χώρες θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, όταν το επιτυχημένο BBC θα της εμπιστευθεί την τριετία 1971-1974 την παρουσίαση μουσικής εκπομπής με τίτλο: «Nana with Guests».


Καλοκαίρι του 1984 και η Νάνα Μούσχουρη επιστρέφει ύστερα από απουσία 20 ετών στην Αθήνα, πόλη όπου ξεκίνησε την καριέρα της. Στις 23 και 24 Ιουλίου τραγουδά στο κατάμεστο Ηρώδειο, κάτω από την Ακρόπολη, συναυλία που η ίδια δηλώνει ότι θα παραμείνει για πάντα η πιο γλυκιά της ανάμνηση στη σκηνή. Από τότε, αποφασίζει να ηχογραφήσει νέους δίσκους στα Ελληνικά και κυκλοφορεί «Η ενδέκατη εντολή» του Γιώργου Χατζηνάσιου σε στίχους του αγαπημένου της φίλου Νίκου Γκάτσου. Τον Σεπτέμβριο του 1987 επιστρέφει στην Ελλάδα για μια ακόμη συναυλία στο Ηρώδειο. Ακολουθεί άλλη μια συναυλία στο κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου πραγματοποιείται η συνάντησή της με τον Μάνο Χατζιδάκι. Η συναυλία αυτή γίνεται η αφορμή να ξανασυνεργαστεί με τον ίδιο αλλά και τον Νίκο Γκάτσο, ηχογραφώντας τον δίσκο «Οι Μύθοι μιας Γυναίκας» (1988).


Το 1993 γίνεται πρέσβειρα καλής θελήσεως της Unicef και από αυτή τη θέση της συναντά κρατικούς αξιωματούχους και αρχηγούς κρατών προβάλλοντας τα δικαιώματα των παιδιών. Τον επόμενο χρόνο με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας κερδίζει μία θέση στην Ευρωβουλή, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1999 με μεγάλη επιτυχία. Το πρόγραμμα «Πολιτισμός 2000-2004», του οποίου ήταν εισηγήτρια, υιοθετήθηκε με συντριπτική πλειοψηφία. Το 1999, η Διεθνής Ένωση Ηχογραφημάτων (IFPI) θα της απονείμει στο Λονδίνο ειδικό βραβείο για τη σημαντική συνδρομή της στην υπερψήφιση της Οδηγίας για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας.

Το 2013 ξεκίνησε μία νέα περιοδεία («Happy Birthday Tour») για να γιορτάσει τα ογδόντα της χρόνια. Στις 14 Ιουλίου 2014 έκανε μία ακόμη στάση στο Ηρώδειο που θεωρήθηκε και παράλληλη στάση για τη μουσική. Σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή» (12 Ιουλίου 2014) αναφέρει χαρακτηριστικά για την επάνοδό της στη μουσική: «Θέλω να το ξεκαθαρίσω: Πριν από έξι χρόνια, στο Ηρώδειο, είπα αντίο. Ήταν μια εποχή που ένιωθα ότι μεγάλωνα, ότι δεν ήμουν πλέον σ’ ένα κόσμο όπου ανήκα. Σταμάτησα, γιατί είπα δεν είναι πια της ηλικίας μου, οι νέοι έπρεπε να προχωρήσουν. Η απόφαση ήταν σωστή, αλλά μου κόστισε πολύ. Ήμουν κάθε μέρα στο γιατρό, ένιωθα ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι κανείς δεν με αγαπάει… Ένιωθα απελπισία. Όσο πλησίαζε, όμως, το 2014, έλεγα, να η ευκαιρία να τραγουδήσω πάλι: τον Οκτώβριο γίνομαι 80 χρονών!».


Χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία πρόκειται για μια γυναίκα-σύμβολο του διεθνούς πενταγράμμου, η οποία έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα καλλιτεχνών που υπάρχουν στον κόσμο. Δυστυχώς, για ορισμένες προσωπικότητες αντίστοιχου μεγέθους, ένα απλό αφιέρωμα μοιάζει ασήμαντο για να μπορέσει να εκφράσει όλα όσα μπορούν να την χαρακτηρίσουν. Την ευχαριστούμε που με τον δικό της μοναδικό τρόπο τιμά την Ελλάδα και την κάνει γνωστή παγκοσμίως μέσα από τη μουσική της. Λένε πως τέτοιου είδους καλλιτέχνες χρειάζεται 100 χρόνια για να ξαναγεννηθούν. Νομίζω σε αυτήν την περίπτωση πως ένας αιώνας ίσως να μην είναι ικανός να καταφέρει κάτι τέτοιο.


Βιογραφικές πληροφορίες: sansimera.gr