ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

ΧΑΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ: ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΜΕ ΚΑΙ ΕΓΩ ΓΡΑΦΩ ΜΕ ΑΓΑΠΗ




Τα βιβλία του δεν είναι τίποτα άλλο παρά φιλοσοφία δοσμένη με εικόνες. Ταράζει τα νερά του λογοτεχνικού πελάγους και μας ταξιδεύει αλλού. Ο Χάρης Μαύρος, μας μιλάει για το νέο του βιβλίο "Οι αγάπες δεν κηδεύονται τις Τρίτες" και μας δίνει το εισιτήριο για μια απολαυστική μυθιστορηματική διαδρομή.

Συστηθήκατε στο αναγνωστικό κοινό με το βιβλίο ''Μέχρι{τις} τέσσερις''. Εξελίξατε τη γνωριμία αυτή εκδίδοντας το νέο σας βιβλίο ''Οι αγάπες δεν κηδεύονται τις Τρίτες". Στις σελίδες του, χαρά και λύπη, έρωτας, μίσος και απιστία, θάρρος και παράνοια, καταφέρνουν να χωρέσουν με μεγάλη δεξιοτεχνία. Πείτε μας δυο λόγια για αυτό το εγχείρημα.

Κατ’ αρχάς είναι μια συγγραφική προσπάθεια, σαφώς διαφοροποιημένη απ’ την πρώτη. Το να αναπαράγω κάτι αντίστοιχο με το «Μέχρι {τις} Τέσσερις» σε επίπεδο θεματικής, δε θα είχε κανένα απολύτως νόημα, αν και κανείς μπορεί να εντοπίσει κοινούς άξονες, όπως τις γονικές σχέσεις και πως αυτές καθορίζουν την ενήλικη ζωή του ατόμου. Αναφέρεται στο οπισθόφυλλο πως το παρόν βιβλίο είναι ένας ύμνος στην παράφορη καρμική αγάπη. Η αγάπη των πρωταγωνιστών είναι πέρα από το ηθικό πλαίσιο και τις συνειδήσεις τους. Πέρα από δυσκολίες οικονομικές, από ηλικιακές διαφορές και κοινωνικούς συμβιβασμούς. Ο ρόλος επίσης των δευτεραγωνιστών είναι εξίσου σημαντικός στον καμβά αυτού του ψυχογραφήματος. Είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που αφορά μεγάλη μερίδα του κόσμου και μέσα στις σελίδες του πολλοί θα συναντήσουν τους εαυτούς τους προβάλλοντας τα ερωτηματικά που ταλανίζουν τους ήρωες στις δικές τους ζωές.

Γιατί οι αγάπες δεν κηδεύονται τις Τρίτες; Τις υπόλοιπες μέρες μπορούν να κηδευτούν; Και εν τέλει πώς μια αγάπη είναι δυνατόν να κηδευτεί; Δεν υπάρχουν ψήγματα αυτής που ζουν αιώνια στις ψυχές των ερωτευμένων;

Ο τίτλος του βιβλίου αφορά την πλοκή του, γιατί συναντάμε τους ήρωες βράδυ Δευτέρας στην πιο κρίσιμη στιγμή της σχέσης τους. Ο νεαρός οπλισμένος πηγαίνει να βρει την κατά είκοσι δύο χρόνια μεγαλύτερη ερωμένη του, διεκδικώντας από εκείνη μια ζωή στο πλευρό της ή τον θάνατο και των δύο στην περίπτωση της άρνησής της. Έτσι λοιπόν, δε γνωρίζουμε αν η Τρίτη θα ξημερώσει και για τους δύο. Ακόμα και αν κάποιος απ’ τους δύο ή και οι δύο βρεθούν νεκροί το επόμενο πρωί, κάτι που θα μάθετε διαβάζοντας το βιβλίο, οι αγάπες όντως δεν κηδεύονται μαζί με τα σώματα, γι’ αυτό και η άρνηση με τη χρήση του μορίου «δεν». Η επιλογή της Τρίτης επίσης δεν είναι τυχαία, κάτι που αιτιολογείται κατά την ανάγνωση του βιβλίου μέσα από τα λόγια της Ανθής, της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος.

H φράση με την οποία καλωσορίζετε τους αναγνώστες στο μυθιστόρημα ''Οι αγάπες δεν κηδεύονται τις Τρίτες'' λέει πως ''κάθε λεπτό από την ώρα ενός ερωτευμένου, αξίζει όσο μία ολόκληρη καθημερινή ζωή''. Μήνυμα ή ταυτότητα σκέψης;

Η φράση αυτή της Αγγλίδας Aphra Behn είναι ολόκληρο το βιβλίο σε δεκατρείς μονάχα λέξεις. Μήνυμα και ταυτότητα σκέψης, το ένα δεν αναιρεί το άλλο -και πολλά περισσότερα θα προσθέσω. Παραδοχή, εξίσωση, κοσμική αλήθεια.

Το τέλος της συγγραφής ενός βιβλίου από το συγγραφέα, έχει παρομοιαστεί με το τέλος μιας ερωτικής πράξης. Τι συναισθήματα σας συνοδεύουν όταν τελειώνετε κάθε σας βιβλίο; Πρόκειται για μια στιγμή απελευθέρωσης και ευτυχίας ή μήπως το τέλος αυτής της έγγραφης σχέσης έχει και κάτι το μελαγχολικό;

Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι ένα ταξίδι. Ταξίδι αυτογνωσίας και δημιουργίας που ενέχει τη θεϊκή ιδιότητα να δώσεις ζωή και υπόσταση σε κάτι το ανύπαρκτο. Ταξιδεύεις μαζί με τους ήρωές σου στο ίδιο βαγόνι, τους βλέπεις να τρώνε μπροστά στα μάτια σου, να κάνουν έρωτα, να παίρνουν μορφή. Έχεις τη συντροφιά τους και όσο είσαι μαζί τους αγωνιάς, περνάς τις στενοχώριες τους, αλλά και τις χαρές τους. Επιθυμείς τη λύτρωσή τους και έτσι όταν έρθει η ώρα να τους κουνήσεις το μαντίλι του αποχαιρετισμού, λυτρώνεσαι και εσύ, άσχετα αν ζεις προσωρινά τη μελαγχολία του αποχωρισμού. Ξέρεις, εξάλλου, πως δεν είναι ένας αποχωρισμός πραγματικός, γιατί η σχέση μαζί τους είναι κτήμα σου και θα την κουβαλάς όπως κουβαλάς τις αναμνήσεις από κάθε αγαπημένο σου πρόσωπο.

Ποιους προβληματισμούς επιθυμείτε να περάσετε στους αναγνώστες σας,με το τελευταίο σας βιβλίο ''Οι αγάπες δεν κηδεύονται τις Τρίτες'';

Για μια ακόμη φορά λοιπόν θέλω οι αναγνώστες μου να μπορέσουν να δουν κάτω από την επιφάνεια των καταστάσεων. Η σχέση μιας παντρεμένης σαρανταεφτάχρονης μητέρας με έναν εικοσιπεντάχρονο νεαρό, ακόμη και στις μέρες μας που απαντάται πολύ συχνότερα εν συγκρίσει με το παρελθόν, αποτελεί ταμπού, σε θρησκευτικό και κοινωνικό επίπεδο. Συνήθως βιαζόμαστε να κρίνουμε επιπόλαια τους ανθρώπους, θεωρώντας πως τα κίνητρα για μια τέτοια σχέση είναι είτε οικονομικά, είτε το σεξ. Όμως οι γενικεύσεις είναι άδικες, οφείλουμε να είμαστε περισσότερο ανοιχτοί στις κρίσεις μας, να έχουμε τη δυνατότητα για μια ουσιαστική ενδοσκόπηση στις δικές μας ζωές πρωτίστως και μετά σε όσων μας περιβάλλουν. Η επιλογή των δύο αυτών ηλικιών, των είκοσι πέντε και των σαράντα εφτά δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαφορά ηλικίας, αλλά και με την ανάγκη μου να παραθέσω τα προβλήματα δύο διαφορετικών γενεών που αντιμετωπίζουν την οικονομική κρίση του σήμερα: τις ματαιώσεις, τις απογοητεύσεις και τις ψαλιδισμένες ελπίδες που κάθε γενιά έχει να διαχειριστεί. Η καρμική αγάπη των δύο πρωταγωνιστών έχει λοιπόν κοινωνικές, οικονομικές και σε ορισμένα σημεία πολιτικές προεκτάσεις που απαιτούν τον προβληματισμό του αναγνώστη.

Πόσο δύσκολο είναι να αποτυπωθούν με λέξεις (όπως συμβαίνει στο πρόσφατο μυθιστόρημα σας), οι δυσκολίες που συναντά ο έρωτας όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη συμβατικότητα της κοινωνίας;

Δύσκολο είναι ό,τι δεν αγαπάμε. Και εγώ γράφω με αγάπη. Όταν λοιπόν αντιμετωπίζεις μια ιστορία με πραγματική αγάπη -όσο λεπτή προσέγγιση και αν απαιτείται στο εκάστοτε θέμα και δη σε αυτά των αντισυμβατικών σχέσεων όπως αναφέρατε- προσπαθώντας να καλλιεργήσεις την ενσυναίσθηση στον αναγνώστη, τίποτα δεν είναι δύσκολο.


Πώς προέκυψε η συγγραφική σας δραστηριότητα και τι θέση έχει στη ζωή σας;

Η συγγραφή κατά τη γνώμη μου δεν προκύπτει ως τυχαίο γεγονός, υπάρχει στα κύτταρά σου και αναπτύσσεται, είναι αντίληψη, είναι παρατήρηση γεγονότων, είναι ενσυναίσθηση. Δεν ξυπνάς ένα πρωί και αποφασίζεις πως τώρα θα γράψω, τώρα επιτέλους θα επινοήσω έναν ήρωα που κάτι έχει να πει. Έχεις ήδη κάτι να πεις, κάτι που ζητά να απελευθερωθεί από μέσα σου και προκειμένου να εκτονωθεί αυτή σου η ανάγκη παίρνει τη μορφή του γραπτού λόγου. Γράφω από μικρό παιδί και εξελίσσομαι μέσα από αυτή τη διαδικασία. Όσον αφορά τη θέση της συγγραφής στη ζωή μου, σαφώς είναι στην πρώτη γραμμή των θέλω και των επιλογών μου. Αναγκάζομαι πολλές φορές να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι προτεραιότητα ακόμη και πάνω από κάτι τόσο ζωτικής σημασίας για εμάς τους ίδιους που γράφουμε έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Πρώτα εκείνες λοιπόν, η πραγματική ζωή, τα πραγματικά, απτά συναισθήματα και μετά τα εντυπωμένα σε χαρτί.

Ποιο είναι το δομικό υλικό της γραφής σας που σας χαρακτηρίζει και σας ξεχωρίζει ως συγγραφέα;

Είναι ο συνδυασμός ενός ωμού ρεαλισμού και ενός δυναμικού ρομαντισμού που περικλείεται στη γραφή μου, τόσο σε επίπεδο ιδεολογικό, όσο και σε επίπεδο γραπτής έκφρασης.

Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής σας δραστηριότητας, υπάρχει στο μυαλό σας ο προβληματισμός για την ικανοποίηση του αναγνώστη ή αυτό είναι κάτι το οποίο δεν λαμβάνετε υπ'όψιν;

Κάθε συγγραφέας γράφει για να επικοινωνήσει. Πρωτίστως με τον εαυτό του, αυτός είναι ο πρώτος συνομιλητής και αυτός πρέπει να ικανοποιηθεί άμεσα. Αν λοιπόν οι αναγνώστες που είναι οι συνομιλητές του σε δεύτερο επίπεδο ικανοποιηθούν επίσης τότε αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά ευλογία. Όπως συμπεραίνετε, η ικανοποίηση του αναγνώστη αν και είναι επιθυμητή, δεν είναι αυτοσκοπός.

Τι μορφή φαντάζεστε να παίρνει το συγγραφικό σας μέλλον; Είστε ανοιχτός σε προκλήσεις μακριά από το μυθιστόρημα;

Σε γενικές γραμμές είμαι λάτρης του παρόντος. Είναι νωρίς για να φανταστώ τη συγγραφική μου πορεία, ωστόσο η βελτίωση και η εξέλιξή μου ως ατόμου και όχι τόσο ως συγγραφέα είναι το ζητούμενο. Είμαι ανοιχτός σε κάθε μορφή συγγραφικής πρόκλησης που θα δράσει ευεργετικά στον χαρακτήρα μου και στην ποιότητα των σχέσεων μου με τους ανθρώπους.

Συνέντευξη: Άννα Λαμπροπούλου